- ραδιούργημα
- 4467 ῥᾳδιούργημα{сущ., 1}дурной поступок, проступок, мошенничество (Деян. 18:4).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ῥᾳδιούργημα — misdeed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιούργημα — το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ [ραδιουργῶ] δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ) αρχ. 1. απερίσκεπτη πράξη 2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα τής φαντασίας … Dictionary of Greek
ῥᾳδιουργημάτων — ῥᾳδιούργημα misdeed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργήματα — ῥᾳδιούργημα misdeed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργήματος — ῥᾳδιούργημα misdeed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽԱՐԴԱԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0930 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἕνεδρος, ἑπιβουλή insidiae κακία , κακοπραγία maleficentia ἑπιτήδευμα, παραδιατριβή, ῤαδιούργημα , στραγγαλία, σπίλας, μεθοδεία dolus, versutia եւն. Նենգութիւն. դաւաճանութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)